- ευχάριστα
- agréablement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εὐχάριστα — εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκοκελαδώ — ( άω) και λαϊδώ και λαηδώ 1. (για πουλιά) κελαδώ ευχάριστα 2. (για πρόσωπα) τραγουδώ ευχάριστα 3. (για νερό πηγής) ρέω κάνοντας ευχάριστο ήχο … Dictionary of Greek
γλυκολαλώ — ( άω) 1. (για πρόσωπα) μιλώ ευχάριστα 2. (για πουλιά) κελαδώ ευχάριστα 3. (για μουσικό όργανο) βγάζω ευχάριστο ήχο … Dictionary of Greek
εννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις — ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις (Α) επίρρ. επτακόσιες εικοσιεννέα φορές («ἐννεακ... ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει» θα βρει ότι αυτός ζει 729 φορές πιο ευχάριστα, δηλ. πάρα πολύ, απείρως πιο ευχάριστα, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… … Dictionary of Greek
ευπροσδόκητος — εὐπροσδόκητος, ον (ΑΜ) αυτός που προσδοκάται ευχάριστα, που αναμένεται ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δοκώ (πρβλ. α προσ δόκητος)] … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
ευόνειρος — εὐόνειρος, ον (Α) 1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα 2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον το ευχάριστο όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον] … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… … Dictionary of Greek